- συνοίομαι
- συνοίομαι, [tense] aor. -ῳήθην,A hold the same opinion, assent, ἐγὼ . . ς. Pl. R.500a; εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ ς. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο ς. assent to . . , Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.